- μύσκλοι
- μύσκλοι· σκολιοί, Hsch.II = οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων, Id. [full] μύσκλον, τό, = μύξα (B), Orib.Syn.6.43. [full] μύσκος, ὁ, Dim. of μῦς, for μυΐσκος, Hdn.Gr.1.148.II μύσκος· μίασμα, κῆδος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.